ψαθοποιός

ψαθοποιός
ο мастер, изготовляющий изделия из соломы или камыша

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ψαθοποιός" в других словарях:

  • ψαθοποιός — ο, Ν κατασκευαστής ή επιδιορθωτής ψαθών ή ψάθινων αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάθα / ψαθί + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • ψαθοποιός — ο αυτός που κατασκευάζει ψάθινα αντικείμενα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • ψαθοποιείο — το, Ν [ψαθοποιός] εργαστήριο κατασκευής ψαθών και ψάθινων αντικειμένων …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»